χωρογραφικῶς

χωρογραφικῶς
χωρογραφικός
of
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χωρογραφικός — ή, ό / χωρογραφικός, ή, όν, ΝΑ [χωρογράφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χωρογραφία. επίρρ... χωρογραφικώς και χωρογραφικά Ν με χωρογραφικό τρόπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”